- λιθοποίηση
- η1. γεωλ. σύνθετη διεργασία κατά την οποία ένα ασύνδετο ίζημα που έχει αποτεθεί πρόσφατα μετατρέπεται σε συμπαγές πέτρωμα2. κατασκευή μεγάλων τεχνητών λίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοποιῶ. Η λ. με την πρώτη της σημασία είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lithification. Επίσης και με τη δεύτερη σημασία της είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lapidification. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Λεξίκόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.